Το διαμάντι θεωρείται ο βασιλιάς των πολύτιμων λίθων, κυρίως λόγω της λαμπρότητας και της σπανιότητας του. Η λέξη διαμάντι προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «αδάμας» που σημαίνει ακατανίκητος, εξαιτίας της σκληρότητας του σαν υλικό.
Βρίσκεται στην κορυφή της κλίμακας Mohs (στο Νο 10), που μετράει πόσο σκληρά είναι τα ορυκτά υλικά. Αυτό σημαίνει ότι ο μόνος τρόπος για να χαράξει κανείς ένα διαμάντι, είναι χρησιμοποιώντας ένα άλλο διαμάντι.
Τα φυσικά διαμάντια δημιουργούνται στον μανδύα της γης, στην περιοχή δηλαδή μεταξύ του πυρήνα και του φλοιού. Η έντονη πίεση και οι υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν στον μανδύα της γης αλλάζουν τη μοριακή δομή του άνθρακα, υποχρεώνοντας τα μόρια του να αποκτήσουν κρυσταλλική δομή. Η θερμοκρασία που απαιτείται για την μετατροπή του άνθρακα σε διαμάντι ξεπερνάει τους 1400 βαθμούς κελσίου.
Η απόσταση ανάμεσα στον μανδύα της γης, όπου δημιουργούνται τα διαμάντια και την επιφάνεια είναι πάνω από 160 χιλιόμετρα. Τα διαμάντια έρχονται στην επιφάνεια με τη βοήθεια των αδαμαντοφόρων πυριγενών πετρωμάτων, τα οποία σχηματίζονται είτε από τη λάβα των ηφαιστείων (ηφαιστειακά) είτε στο εσωτερικό της από το μάγμα. Το πιο γνωστό πυριγενές πέτρωμα είναι ο κιμπερλίτης. Όταν ανεβαίνει ο κιμπερλίτης προς την επιφάνεια της γης σε ημιστερεή κατάσταση, φέρνει μαζί του και τα διαμάντια. Αυτά είναι τα πρωτογενή κοιτάσματα διαμαντιών, όπου οι πολύτιμοι λίθοι βρίσκονται μέσα στις φλέβες του κιμπερλίτη.
Το νερό των ποταμών μπορεί να διαβρώσει το έδαφος, όπου βρίσκονται τα πρωτογενή κοιτάσματα και να παρασύρει τα διαμάντια ακόμη και αρκετά χιλιόμετρα μακριά, στις όχθες ποταμών, σε δέλτα, λίμνες ακόμη και στα παράλια της θάλασσας. Αυτά είναι τα δευτερογενή κοιτάσματα διαμαντιών, που ονομάζονται αλουβιακές αποθέσεις και είναι τα μέρη όπου ο άνθρωπος έβρισκε διαμάντια για αρκετούς αιώνες πριν αποφασίσει να προχωρήσει στην συστηματική αναζήτηση τους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ανακαλύφθηκαν μεγάλα κοιτάσματα διαμαντιών στην περιοχή Κίμπερλι της Νοτίου Αφρικής, ξεκίνησε η συστηματική εξόρυξη διαμαντιών και η οργάνωση της παραγωγής με τη χρήση νέων και σύγχρονων μεθόδων. Κύριες χώρες εξόρυξης διαμαντιών σήμερα είναι η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Νότια Αφρική, η Βραζιλία και η Αυστραλία.
Υπάρχουν τέσσερις παράγοντες που επηρεάζουν την αξία ενός διαμαντιού, οι οποίοι είναι διεθνώς γνωστοί ως τα 4 C’s, Carat (Καράτια), Color (Χρώμα), Cut (Κοπή) και Clarity (Καθαρότητα).
Το βάρος των διαμαντιών μετριέται σε καράτια. Επειδή τα μεγάλα φυσικά διαμάντια με καλή σύσταση είναι αρκετά σπάνια και ταυτόχρονα περιζήτητα, η τιμή ανά καράτι αυξάνεται γεωμετρικά όσο μεγαλύτερο είναι το διαμάντι.
Τα διαμάντια στη φυσική τους κατάσταση είναι αδιαφανή, διαφανή ή ημιδιαφανή και έχουν μεγάλη ποικιλία χρωμάτων από τελείως άχρωμα, γκρίζα, μπλε, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα ή και μαύρα. Στην κοσμηματοποιία χρησιμοποιούνται κυρίως τα άχρωμα και διαφανή διαμάντια, αν και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετά δημοφιλή τα χρωματιστά διαμάντια ακόμη και τα μαύρα.
Κατά τη δημιουργία του διαμαντιού είναι πιθανόν να παγιδευτούν μέσα στην πέτρα ξένα στοιχεία, τα οποία γίνονται μέρος του διαμαντιού και ονομάζονται εγκλίσεις. Επίσης, η καθαρότητα των διαμαντιών και άρα και η αξία του επηρεάζεται από την ύπαρξη ελαττωμάτων στην επιφάνεια του.
Η κοπή, είναι η επεξεργασία που θα υποστεί ένα διαμάντι για να πάρει το τελικό του σχήμα και το στίλβωμα του που θα αναδείξει τη λάμψη του. Η σωστή κοπή του διαμαντιού θα του δώσει το κατάλληλη σχήμα, θα αφαιρέσει ή θα αξιοποιήσει τις εγκλίσεις και τα ελαττώματα και κυρίως θα επιτρέψει στο φως να διαχέεται στο εσωτερικό του και να αντανακλάται από αυτό με αποτέλεσμα να αποκτήσει μοναδική λάμψη.
Η βιομηχανία εμπορίου διαμαντιών ασχολείται με την επεξεργασία (κοπή) των διαμαντιών, αλλά και με την αξιολόγηση τους και τη χονδρική και λιανική τους πώληση. Οι χώρες με τις περισσότερες εξαγωγές διαμαντιών είναι το Βέλγιο, η Ινδία, το Ισραήλ, η Ρωσία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Νότιος Αφρική, η ΗΠΑ, το Χονγκ Κονγκ, η Μποτσουάνα και άλλες.
Η παλαιότερη και η πιο σημαντική ίσως εταιρεία στον τομέα των διαμαντιών είναι η De Beers, η οποία ιδρύθηκε το 1888 από τον Βρετανό Cecil Rhodes. Σήμερα η εταιρεία δραστηριοποιείται τόσο στον τομέα της εξόρυξης όσο και στους τομείς της επεξεργασίας, της χονδρικής αλλά και της λιανικής πώλησης διαμαντιών. Η De Beers ελέγχει πάνω από το 40% των αδαμαντωρυχείων και ένα μεγάλο μέρος της χονδρικής διακίνησης διαμαντιών.
Τον 20ο αιώνα αυξήθηκε σημαντικά η ζήτηση διαμαντιών, κυρίως λόγω της καθιέρωσης του μονόπετρου διαμαντένιου δαχτυλιδιού ως το πιο δημοφιλές κόσμημα αρραβώνων. Το γεγονός ότι είναι το πιο σκληρό ορυκτό, έχει βοηθήσει το διαμάντι να αποκτήσει τον ορισμό του «παντοτινού» και γι’ αυτό έχει συνδεθεί με την παντοτινή αγάπη και τον γάμο. Φυσικά τα διαμάντια κοσμούν διαχρονικά και πολλά άλλα κοσμήματα, όπως ολόβερα δαχτυλίδια, τα οποία αντικαθιστούν συχνά τις γυναικείες βέρες γάμου, ριβιέρες και μονόπετρα σκουλαρίκια.